Θα ‘θελα να ‘μουν μια λέξη του Σωκράτη
σε μία δίκη που κρατάει αιώνια,
του Οδυσσέα ν’ αρπάξω την Ιθάκη
και το ταξίδι να κρατήσει χίλια χρόνια.
Θα ‘θελα να ‘μουν ένα φωτεινό αστέρι
για να φωτίσω των ανθρώπων το σκοτάδι,
όταν με αίμα γεμίζουν το ένα χέρι
και με το άλλο το σταυρό κάνουν το βράδυ
Στίχοι: Λευτέρης Πλιάτσικας & Πένυ Ραμαντάνη
Μουσική: Λευτέρης Πλιάτσικας
1 σχόλια:
Αυτο το αστερι είναι για όλους μας κι ο Λειβαδίτης μας χωρά Ολόκληρους από ρον Έρωτα ως την Επανασταση και την Εξέγερση!!!
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν είμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες ακόμα όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν είτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο είταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα
έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα είταν τόσο όμορφα κίτρινο.
Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια.
Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.
Βαδίζαμε δίχω λέξη. Μα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα. Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του. Ήπιαμε μια στα δυο. Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου. Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.
Το ξενοδοχείο είταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
- πόσο σου πήγαιναν.
Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα
γόνατα που σε γεννήσανε για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που κοιμήθηκες. Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία. Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Δημοσίευση σχολίου